Loucretia's

Τετάρτη, Νοεμβρίου 30, 2005

Πωλείται Ελπίς

Κατά το Λεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης, το οποίο φυσικά και δεν υπάρχει στο Internet*,

ελπίδα (η) ουσ. [αρχ. ελπίς]: 1. προσδοκία, αναμονή κάποιου καλού: «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς» Κ. Π. Καβάφης
2. ό,τι ελπίζει κανείς ή εκείνο στο οποίο στηρίζει την ελπίδα του

Μάλιστα, ενδιαφέρον. Κοίτα ρε πώς ορίζει ο κόσμος την ελπίδα. Για άλλη μια φορά, διαφωνούμε. Το προσωπικό μου λεξικό άλλα λέει.

Συγκεκριμένα, την έχει ανάμεσα στα συνώνυμα της σκρόφας, της βδέλλας και της Κρουέλας ντε Βιλ. Έχω ακούσει κόσμο να την προσφωνεί «αθάνατη», ενώ στην πραγματικότητα είναι απέθαντη, το υπέρτατο βαμπίρ που απομυζεί.

Πώς είπατε; Χωρίς ελπίδα τι θα κάναμε στον μάταιο τούτο κόσμο; Μα ακριβώς, φίλοι μου, ο κόσμος είναι μάταιος, η ζωή άδικη, και η ελπίδα μουλωχτή και χαμογελαστή προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι ρόδινος, και σαν να μην έφτανε αυτό, ότι έχει νόημα και με λίγη προσπάθεια μπορούμε να το βρούμε.

Τι μας λες, καλή μου. Αμ καλά σε είχε αφήσει η Πανδώρα στον πάτο του κουτιού. Γιατί σ’ έβγαλε, νομίζεις; Επειδή όλα τα δεινά ήταν πολύ βαριά για να τα αντέξουν οι εύθραυστοι άνθρωποι, επειδή έπρεπε κάτι να τους κάνει να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αντέξουν. Όμως τα δεινά είναι υπαρκτά, και ναι, αβάσταχτα, συνεπώς, εσύ απλά παραμυθιάζεις τον κοσμάκη ότι μπορεί να τα αντέξει. Όλη του τη ζωή. Ζει κι ελπίζει, ελπίζει και ζει, ζει για να ελπίζει και βασικά, ελπίζει για να μπορεί να ζει.

To add insult to injury, πεθαίνεις και τελευταία. Αφού μας έχεις ξεκάνει, δηλαδή.

Ε λοιπόν εγώ δεν σε θέλω. Προσπάθησα πολλές φορές να σε εξοντώσω, να σε καταπνίξω, να σε ξεριζώσω, να μη μου πιπιλάς μέρα νύχτα το μυαλό, εσύ εκεί. Υποσκάπτεις κάθε προσπάθεια να το πάρω απόφαση ότι τα πράγματα είναι έτσι και όχι όπως μου υπόσχεσαι μαλαγάνικα πως είναι στην πραγματικότητα, «κάνε λιγάκι υπομονή και θα δεις». Απάτη τρελή, ψέμα μεγάλο, φύγε διάολε, «ΟΧΙ».

Γι’αυτό και σε βγάζω στο σφυρί, να μάθεις. Δεν σε πουλάω καν. Σε χαρίζω με το κιλό. Σε όσους σε χρειάζονται στ’ αλήθεια.

Περάστε, κόσμε...

*ευχαριστώ, φιλαράκι :)

Τρίτη, Νοεμβρίου 29, 2005

Αγαπημενοι μου νεοφτωχοι...



Καλως ορισατε στο νέο μας Κωσταλεξι. Το οικονομικο μας Κωσταλεξι.

Όχι, δεν είναι καμια τρωγλη σκοτεινη κι ανηλιαγη με αλυσσιδες που κρατα εγκλειστους ανημπορους ανθρωπους.

Αντιθετα, είναι το ιδιο μας το σπιτι στο οποιο εμεις πια «επιλεξαμε» (;) να εντοιχιστουμε.

Αφου το γεμισαμε με ντηζαϊνατα επιπλα, σουπερ χαϊ-τεκ συσκευες, φουτουριστικα φωτιστικα, διακοσμητικα «με αποψη», κλειστηκαμε μεσα κρατωντας στα χερια τα control για την τιβι, το στερεοφωνικο, το dvd, το βιντεο, την γκαραζοπορτα, το αυτοματο ποτισμα, τις τεντες, το aircondition και το mouse του υπολογιστη. Και μεσω αυτων των συσκευων πια «ζουμε», από κει εχουμε «ενημερωση», «επικοινωνια» «γνωριμιες», «διασκεδαση», «συναλλαγες», ακομα και «σεξ» γιατι πλεον δεν μας εχει μεινει ευρω για ευρω, ελληνιστι φραγκο.

Στην αρχη εμοιαζε με παιχνιδι. Τωρα μοιαζει με Καφκικη σελιδα. Είναι η νεα μας πραγματικοτητα.

Κάθε Δευτερα πρωι που γυρναω στη δουλεια, κανουμε ένα μινι απολογισμο του Σαββατοκυριακου με τους συναδελφους. Που πηγαμε, πως περασαμε, τι καινουργιο καναμε.
Οι περισσοτεροι διαπιστωνουμε ότι μειναμε μεσα. Σπανια να παιζει κανενα σινεμα, κανενα ποτο, κανενα καφεδακι. Που οι εποχες που από Παρασκευη βραδι αλητευαμε κι επιστρεφαμε Δευτερα ξημερωματα, ισα ισα να προλαβουμε να κανουμε ένα μπανιο και να παμε κατευθειαν για δουλεια.

Κι οι λογοι είναι οικονομικοι. Μεταξυ Πλουταρχου (λεμε τωρα) και κοινοχρηστων, πρεπει να επιλεξω το δευτερο. Ενα απλο γευμα εξω ισουται με τη δοση της καρτας. Βολτα για ποτα στου Ψυρρη ή να πληρωσω την ΕΥΔΑΠ; Τα παπουτσια που χαζευω στη βιτρινα ή τη ΔΕΗ; Δωρο στη κολλητη που γιορταζει ή τα τελη κυκλοφοριας του Ι.Χ.; Κι ας πουμε ότι αυτά είναι τα ευκολα διλημματα.

Όταν μπαινουν διλημματα όπως να πληρωσω τον ΟΤΕ ή τα ασφαλιστρα του αυτοκινητου, εκει να δεις γλεντια. Οπου καταληγεις να μη πληρωνεις τιποτα από τα δυο γιατι εν τω μεταξυ εχει προκυψει ο θερμοσιφωνας που χαλασε, τα ηλεκτρικα του αυτοκινητου, το πλυντηριο που τρεχει κλπ κλπ.
Κι ολο περισσοτερο τον τελευταιο καιρο τα διλημματα περιοριζονται μεταξυ αναγκαιων λογαριασμων κι όχι μεταξυ διασκεδασης, ντυσιματος και λογαριασμων.
Σε λιγο οι επιλογες μας θα είναι μεταξυ θερμανσης και φωτισμου, μεταξυ τηλεφωνου και κοινοχρηστων, μεταξυ βενζινης και σουπερμαρκετ, μεταξυ ADSL και κινητου.

Πιανω τον εαυτο μου τωρα τελευταια, να σβυνω τα φωτα όταν βγαινω από καποιο δωματιο του σπιτιου να παω σ΄άλλο και θυμαμαι τον Λογοθετιδη σε μια ταινια που γκρινιαζε συνεχεια στη γυναικα του για οικονομια και φωναζε «τι τα θελεις όλα τα φωτα ανοιχτα, στο γαμο του Καραγκιοζη ειμαστε;» Επαναλαμβανω την ιδια φραση κι ολοι μες στο σπιτι με κοιτανε σαν τρελλη.

Σκεφτομαι τις εποχες που ειχαμε την πολυτελεια, όταν μας επιαναν τα ψυχολογικα μας και τα down μας, να τρεχουμε στην Κηφισια και στο Κολωνακι και ν’ αδειαζουμε τις βιτρινες για shopping therapy και με πιανουν τα γελια. Γιατι το μοναδικο shopping therapy που μας επιτρεπουν σημερα τα οικονομικα μας είναι στα κινεζικα κι αν……

Κοιταζω τη λιστα με τους τρεχοντες λογαριασμους που πρεπει να εξοφλησω μεχρι 15/12. Ξεπερνουν κατά πολύ τον μηνιαιο μου μισθο. Δε το βαζω κατω. Κοντρα σε οποιοδηποτε αισθημα μιζεριας που παει να με κατακλυσει σηκωνω το τηλεφωνο και μιλω με φιλους και ξαδερφια. «Εχω καιρο να σας δω και να τα πουμε, ελατε για φαγητο, ελατε για καφε»
Κι όταν λεω φαγητο, δεν εννοω τους ατελειωτους μπουφεδες που φτιαχνουμε σε γιορτες κι επετειους, εννοω απλα γευματα, μαγειρευμενα με κεφι (ναι, ναι, τερμα και το delivery) που τα απολαμβανουμε ολοι μαζι.
Και γεμιζει το σπιτι τα Σαββατα και τις Κυριακες με γελια και φωνες. Γυρω από το τραπεζι εξιστορουμε τις οικονομικες αναποδιες μας και παιζουμε το παιχνιδι «μαντεψε ποιος λογαριασμος θα μεινει απληρωτος αυτό το μηνα».

Αφου βιωνουμε που βιωνουμε το οικονομικο μας Κωσταλεξι, τουλαχιστον ας το μοιραστουμε με τους φιλους μας.

Κουφαλα καπιταλισμε, δε θα πεθανουμε ποτε!!!

Παρασκευή, Νοεμβρίου 25, 2005

Ντίβα είσαι και φαίνεσαι!


Οι ντίβες που σέβονται τον εαυτό τους τηρούν την υπόσχεση να σε τιμήσουν με την παρουσία τους, αλλά επιβάλλεται να κάνουν grand εμφάνιση.

Να έρθουν όλοι πρώτα στο τσακίρ κέφι. Παρόλο το κέφι, να αναρωτηθούν πού στο καλό βρίσκεται "ο Τάδε καλέ, δεν είπαν πως θά 'ρθει;" και πόσες ώρες [μέρες/βδομάδες/μήνες] παρφουμαρίζεται πια.

- Αγάπη μου, ό,τι και να φορέσει αυτός, πάλι θα πέσουν όλες πάνω του, λυσσάρες πια!

- Τα λες γιατί ζηλεύεις, θες κι εσύ να πέσεις αλλά σε έφαγε η αξιοπρέπεια.

- Ναι είδαμε κι εσένα...

Πριν τσουρομαδηθούν οι επίδοξες αντίζηλες, πριν πιαστούν μαλλί με μαλλί η σερβιτόρα με τον [Άδωνι μεν, αδερφάρα δε] μπάρμαν, ακριβώς τη στιγμή που αρκετοί θα αποφασίσουν ότι είναι ώρα για φρεσκαρισματάκι στο ladies'/gents' room - "μαρή, έχει τρέξει η μάσκαρα; αμάν αυτή η ζέστη!" -, η ντίβα θα κάνει την εμφάνισή του* και θα πέσει σιωπή.

Και σκουντήματα. Και ψίθυροι.

- Καλιέ, Vivian Westwood είναι αυτό που φοράει;

- Μαρή δεν ξέρω ΤΙ είναι αυτό που φοράει, δεν τό χω ξαναδεί!

- Καλά που ζείς; Εμμμ να δεις πως τό λεγε η Κατρίτση στο Prive...

- Σκάσε, σε κοιτάει.

[ήχος απόλυτης ρευστοποίησης θηλυκού ατόμου]

Ευτυχώς που υπάρχει και η οικοδέσποινα - ψύχραιμη, πονηρό χαμογελάκι, τον ξέρει από την καλή τούτον δω και δεν εντυπωσιάζεται πλέον παρά μόνο από την επιρροή του στα πλήθη, καημένες μου πώς σας παίζει στα δάχτυλα - να αναφωνήσει μεγαλοφώνως:


- Αμάν βρε MoSeS μου, είπαμε να κάνεις είσοδο, όχι να τις μαζεύουμε όλες από το πάτωμα!!


Χαμόγελο νικητή, απαστράπτον. Ο εν λόγω κύριος δεν χρειάζεται συστάσεις - ήρθε να σας κατακτήσει. Απολαύστε τον!



*μα να μην έχει αρσενικό αυτή η λέξη πια!!! σίγουρα δεν θα ήθελες να σου απευθυνθώ με αυτό που μου πρότεινες dear :P

Πέμπτη, Νοεμβρίου 24, 2005

Οι φωνές από τα παλιά...

... ειδικά ανθρώπων που σ'αγάπησαν, και στο είπαν... είναι το καλύτερο βάλσαμο.

Για τη δική μου ψυχή, έστω.

Σ' ευχαριστώ πολύ που πήρες με λαχτάρα να μ'ακούσεις, και που ζήτησες να με δεις όποτε βρεθώ στα μέρη σου.

Έχεις πάντα μια θέση ξεχωριστή στην καρδιά μου, και δεν ντράπηκα ποτέ να στο πω.

Νά 'σαι καλά.

Εκ του μή όντος

Ή αλλιώς, από το Τίποτε.

Nothing. Nada. Rien. Niente. Nichts.

Αυτό που δεν υπάρχει.

Η απουσία νοήματος.

Λογικά δεν είναι και αυτό από το οποίο δεν μπορεί κανείς να εξάγει νόημα;

Πόσες φορές έχετε κληθεί να εξάγετε νόημα από το τίποτε; Να δεχθείτε το μήνυμα που δεν μεταφέρει; Να βασιστείτε πάνω του για αποφάσεις;

Πόσες θα κληθείτε ακόμη;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 21, 2005

ΠΑΡΤΑ ....



...ΟΤΕ !!!

(ξερει αυτος)

Παρασκευή, Νοεμβρίου 18, 2005

Ο ευρών αμοιφθήσεται...

Ψάχνουμε τη Λουκρητία



Είναι πανέμορφη γατούλα, 1/8 περσική και 7/8 κεραμιδόγατα, συνήθως προσηνής αλλά αγριεύει με τα πολλά χάδια - συνεπώς, μην κάνετε κάνα αστείο γιατί θα μετράτε γρατζουνιές.

Βγήκε προς άγραν κεραμιδόγατων πριν κανά μήνα και δεν έχει γυρίσει ακόμη. Μπορεί φυσικά αυτό να σημαίνει πως το γλεντάει. Παρ' όλα αυτά, αν είστε α) κεραμιδόγατος που έπεσε στα νύχια της, β) περαστική γάτα που ζούλεψε [sic] και συμμετείχε στο όργιο, γ) περαστικός/ή που δεν τόλμησε όταν είδε τούφες να πετάγονται ΑΛΛΑ μπορέσατε να διακρίνετε κομμάτια γούνας της ως άνω εικονιζόμενης, παρακαλώ ειδοποιήστε.

Η αμοιβή ορίζεται στο ένα (1) ηλεκτρικό λουκούμι.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 10, 2005

Καλέ κυρία...


Μπορεί να είμαι και πάλι "μέσα" οικονομικά, αλλά δεν το βάζω κάτω. ΟΚ, δεν πηγαίνω για μαραθώνιους στο εμπορικό κέντρο (θέλει κόπο δεν θέλει τρόπο), αλλά δεν έχω κόψει τα ταξίδια και τις εξόδους. Αρνούμαι, πώς να το κάνουμε. Θα πληρωθώ, θα ξαναβγώ, θα ξαναμπώ κάπως λιγότερο, το πολύ πολύ να μην έχω να πάρω σούπερ δώρα τα Χριστούγεννα.

Αλλά η όλη κατάσταση με έχει κάνει πιο ευαίσθητη στον αριθμό των ζητιάνων που συναντώ στο δρόμο κάθε μα κάθε μέρα. Κάποιοι είναι μόνιμοι, φροντίζω να έχω να τους δώσω ένα τσιγάρο έστω αν μου ζητήσουν. Σήμερα επιπλέον το θερμόμετρο έχει κατέβει στους 5 βαθμούς και ο βοριάς εισχωρεί μέσα από κάθε ρούχο, μέσα από το δέρμα, μέσα ως μέσα στην ψυχή σου να σε κάνει παγάκι.

Ένας παλιός "γνώριμος", κατασκηνωμένος κάτω από ένα ATM, όπου κάποτε άφησα 20 λίρες από αφηρημάδα και έκανε πάρτι - κι εμένα ρόμπα σε όλους τους περαστικούς στη συνέχεια - με έκανε απόψε να θυμηθώ ένα άλλο περιστατικό. Περίεργα παιχνίδια παίζει η μνήμη - δεν έχω ιδέα πώς προήλθε ο συνειρμός, αλλά με συγκίνησε εκ νέου.

Αύγουστος. Σούρουπο στο Μοναστηράκι. Πολυπόθητος καφές με φίλη, δίχως άγχος. Μετρώ τους πλανόδιους που έρχονται να πουλήσουν CD, DVD, λουλούδια, πλαστικές σαχλαμαρίτσες και τις συναφείς της Κυριακής χαρές και της Δευτέρας λύπες.

Πλησιάζει μια τσιγγανοπούλα, γύρω στα 10, πουλάει αναπτήρες. Μας κοιτάει με λιμπισμένο βλέμμα. Της λέω, ευχαριστώ δεν θέλω, μηχανικά πλέον.
- Μα όχι κυρία (κεριά και λιβάνια πού την είδες την κυρία καλό μου;) ήθελα να σου πω, δεν θέλω λεφτά, να ένα junior απ' τα Goody's θέλω που πεινάω.

Την κοιτάω. Δεν είναι πετσί και κόκκαλο, αντιθέτως, αλλά φαίνεται όντως πεινασμένη. Με κοιτάει επίμονα στα μάτια. Λυγίζω.

- Καλά, πόσο κάνει το junior;
- (συνομωτικά) Άμα σου πω, θα καραφλιάσεις!

Γελάω. Μου σκάει την τιμή: 4 ευρώ. Μένω ενεώς. Η φίλη μου νεύει θετικά, τόσο κάνει, και την βλέπω που βγάζει ήδη ένα νόμισμα των 2 ευρώ. Δίνω το άλλο, η μικρή ψιλοβουρκώνει, δεν το περίμενε τόσο εύκολο, αλλά τινάζει το κεφάλι και χαμογελάει ευχαριστώντας με, προσπαθώντας να μου βάλει στο χέρι έναν αναπτήρα. Της λέω να πάει γραμμή στα Goody's και να αφήσει τις πωλήσεις μέχρι να φάει.

- Θα γυρίσω και τα άλλα τραπέζια και αν βγάλω αρκετά θα γυρίσω να σου δώσω τα μισά.
- Βρε πήγαινε, τώρα στα δώσαμε, άντε να φας!
- Καλά κυρία.

Γυρνά όντως τα άλλα τραπέζια, δεν της δίνουν, τη διώχνουν, αγανακτώ με κάποιους, συνειδητοποιώ ότι όπως και να τη διώξεις το ίδιο είναι στην τελική - και πόσους έχω διώξει εγώ; Άπειρους. Σταματάω να την παρακολουθώ κάποια στιγμή. Αισθάνομαι ένα τράβηγμα στο παντελόνι μου, δεύτερο τσιγγανάκι, αυτή μικρότερη και λιγνή σαν κλαράκι.

- Καλέ κυρία δώσε και σ'εμένα να πάρω junior, στην άλλη έδωσες, σε είδα! Κι εγώ πεινάω, τι άλλο σου είπε και σε κατάφερε;

Δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, από τη μία με πιάνει το γέλιο με την προσέγγιση, από την άλλη σκέφτομαι "τη βάψαμε τώρα". Η φίλη μου γελάει κοιτώντας με, "τα 'θελε ο κώλος σου, τώρα θα πλακώσουν όλα". Πριν προλάβω να πω τίποτε εμφανίζεται η πρώτη μικρή, πιάνει την πιτσιρίκα από το χέρι και της λέει να με αφήσει ήσυχη.

- Θα πάμε να πάρουμε σουβλάκια και για τις δυο μας, είναι πιο φτηνά, κι εσύ άσε την κυρία είναι καλή αυτή. Και η φίλη της. Σ' ευχαριστώ πάλι.

Φεύγει ακουμπώντας το χέρι της στο τραπέζι, κοιτάει πίσω λίγο πιο πέρα, μου χαμογελάει θριαμβευτικά. Ξέρει πως δεν θα την κυνηγήσω να της δώσω πίσω τους δύο αναπτήρες που άφησε.

Ελπίζω να χόρτασε εκείνο το βράδυ. Γιατί όποτε πέφτει το μάτι μου στον αναπτήρα, εμένα μού κόβεται η όρεξη.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 04, 2005

Τους ήρθε το χαρτί!


Δεν ντύθηκαν στα μπλε, αλλά στα πολύχρωμα, γιατί έτσι είναι και οι ίδιοι - και θα παραμείνουν, ό,τι κι αν προστάζει η μαμά πατρίδα!!

Τους χωρίζουν ελάχιστα χρόνια, τους ενώνει η τρέλα - ο ένας ζει για τις εικαστικές, ο άλλος για τις μουσικές, και οι δύο για τις διαδραστικές τέχνες - δύο μουτράκια που δεν χαρίζουν κάστανα, αλλά την καρδιά τους απλόχερα σε ό,τι τους ενθουσιάζει - κι εμείς δεν μπορούμε να χαλάσουμε σε κανέναν τους χατίρι.

Είμαστε σίγουρες ότι θα συνεχίζετε να μπερδεύετε τις ζωές μας γλυκά, όπου κι αν είστε!

Αφιερωμένο στα πιο τρέντι soon-to-be φανταράκια... D και ΚamikaZZZi.


Πάνω στην τρέλα μου, πάνω στην αλητεία μου
Ήρθε το γράμμα για να κάνω τη θητεία μου

Ήρθε το γράμμα πως με πήρανε φαντάρο
Και τότες είδα με τα μάτια μου το Χάρο

Ένα σακίδιο φορτώθηκα στον ώμο μου
Κι ένα στρατόπεδο σταμάτησε το δρόμο μου

Μπήκα στην πύλη σαν ποντίκι μες στη φάκα
Έτοιμος είσ’ για τραγωδία ή για πλάκα

Πάνω στα νιάτα μου, πάνω στην αφασία μου
Απ’ τη σκοπιά πυροβολώ τη φαντασία μου

Κάτω απ’ το κράνος έχουν μπει τα όνειρά μου
Και δυο αρβύλες σταματούν τα βήματά μου

Μέσα στον ουρανό να κοιτάζεις
Ψέμα κι αληθινό να ταιριάζεις
Μες στον ωκεανό κι αν βουλιάζεις
Μην αλλάζεις

Πόλεμο να κάνεις την μοναξιά
Άμα δεν τα βρείτε ειρηνικά
Τρέλανε τους όλους κανονικά
Με τα μαγικά σου τα κόλπα

Τρέλανε τους όλους μην τρελαθείς
Όπως έχεις φύγει θέλω να ‘ρθεις
Τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς
Με τα όνειρά σου για όπλα

Πάνω στην πιο καλή κι αθώα ηλικία μου
Από την μια τρέχω στην άλλη αγγαρεία μου

Ίντα τραβώ ο μουστερής για την πατρίδα
Και κινητό ‘δα μέγα στη βραχονησίδα

Σ’ αδιαφορία μου την βγάλανε την πίστη μου
Και στο τηλέφωνο δε βγαίνει το κορίτσι μου

Κάτι λαμόγια μου τη φάγανε την Νάντια
Και δεν περνάνε πια με τίποτα τα βράδια

Πάνω στα νιάτα μου, πάνω στην αφασία μου
Απ’ τη σκοπιά πυροβολώ τη φαντασία μου

Κάτω απ’ το κράνος έχουν μπει τα όνειρά μου
Και δυο αρβύλες σταματούν τα βήματά μου

Μέσα στον ουρανό να κοιτάζεις
Ψέμα κι αληθινό να ταιριάζεις
Μες στον ωκεανό κι αν βουλιάζεις
Μην αλλάζεις

Πόλεμο να κάνεις την μοναξιά
Άμα δεν τα βρείτε ειρηνικά
Τρέλανε τους όλους κανονικά
Με τα μαγικά σου τα κόλπα

Τρέλανε τους όλους μην τρελαθείς
Όπως έχεις φύγει θέλω να ‘ρθεις
Τίποτα δεν έχεις να φοβηθείς
Με τα όνειρά σου για όπλα

Με πολλά, ανάμεικτα συναισθήματα

Alina και Ιd


ΥΓ. Μωρή Αlina, όταν θα πηγαίνεις για επισκεπτήρια (κάθε πότε είπαμε;), να τους βλέπεις και λίγο! Αλλιώς θα σου βάλω τσίγκινο βρακάκι!

Για να αποδώσουμε και τα εύσημα, τo post είναι αγαπησιάρικη ιδέα της Alinas, ο πρόλογος αποκύημα του άρρωστου μυαλού της Id, και το άσμα από τη Λούφα και Παραλλαγή #2.

Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2005

Μιας κούρσας κήρυγμα

To post της Αδερφής μου άνοιξε την όρεξη και είπα να καταγράψω εμπειρία.

Ήταν λοιπόν Αύγουστος φέτος, και είχα να πάρω ταξί στην Αθήνα γύρω στα 6 χρόνια - ας ήταν καλά το πολυαγαπημένο και αδικοχαμένο μου Ηondάκι. Με κάλεσαν φίλοι για κυπριακές πίτες στο Γουδί, και ως συνήθως είπα να πάρω την άποψη του πατέρα μου για το πώς πάμε εκεί από Κηφισίας με τις νέες διαρρυθμίσεις, ξέροντας φυσικά προκαταβολικά πως ακολουθώντας τις οδηγίες του θα χαθώ και θα ανακαλύψω άγνωστες γωνιές των Αμπελοκήπων, αγαπημένο σπορ. Εξίσου φυσικά η επίσης παρούσα μητέρα μου διαφώνησε ριζικά στη γνωμοδότηση και μαθηματικώς βέβαια κατέληξαν να τσακωθούν, κυρίως για το πού θα έπρεπε να αφήσω το αυτοκίνητο. Ζήτησα άποψη για αυτό; Δεν έχει σημασία. Ο φίλος που πήρα να ρωτήσω, αφού τους παρακολούθησα με ανοιχτό το στόμα και κατάπια κάμποσα κουνούπια, είχε τρίτη άσχετη γνώμη, τελικώς μπάφιασα και αποφάσισα να πάρω ένα ταξί από το Φάρο Ψυχικού.

Πήρα δρόμο λοιπόν με το αυτοκίνητο της μανούλας (a.k.a. Της Κυράς Ευκολίας η Κόρη), παρκάρισα άνετη, και κατέβηκα κουνιστή και λυγιστή στην πιάτσα του Φάρου. Όπου υπάρχουν ταξί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας εκτός από το πρωί - δεν αντέχουν τους βιαστικούς υπαλλήλους - και για ανεξήγητους λόγους από τις 6 ως τις 8 το απόγευμα. Εκείνη τη στιγμή υπήρχαν γύρω στα 5 και οι φίλτατοι αυτοκινητιστές ήταν μαζεμένοι στο υπόστεγο για καφεδάκι και τσιγάρο, σκληρή η αναμονή για τον πελάτη βλέπετε. Πλησίασα, χαμογέλασα, και ευγενικότατα ζήτησα να μάθω ποιος θα ήθελε να με εξυπηρετήσει. Συνέχισα να χαμογελάω όσο συζητούσαν - υποτίθεται χαμηλόφωνα και με πλάγιες ματιές - ποιος "τυχερός" θα έπαιρνε το "μουνάκι" (δεν με θεωρώ, δεν με χάλασε). Τελικά συμφώνησαν, μου έλαχε ένας τυπάς διαστάσεων και μύστακος θαλασσίου ελέφαντα, ο νόστιμος πιτσιρικάς που ήθελε την κούρσα έχασε στον κλήρο προφανώς αλλά τι να κάνουμε.

Μπαίνω στην απαστράπτουσα Μερσέντες λοιπόν, με ρωτά ο Θ.Ε. γιατί δεν κάθομαι μπροστά να μιλήσουμε στην διαδρομή, απαντώ πως ευχαριστώ, θα προτιμούσα να μείνω στο πίσω κάθισμα. Απορώ πώς δεν μ'έχει ρωτήσει ακόμη πού πάω, ρωτά: "Και που θα το σεργιανίσεις απόψε κούκλα μου;" Μάλιστα λέω, "θα με πετάξετε ως το Γουδί, Πλατεία Ελευθερίας" απαντώ γλυκύτατα. Τι τό θελα το πετιμέζι; Γυρνάει πίσω - το μουστάκι πρώτα και μετά ο ίδιος - και αρχίζει.

"Τι πας να κάνεις στο Γουδί μωρ' αδερφούλα μου;"
"Μα εκεί θέλω να πάω", απαντώ με ύφος πλατινέ bimbo.
"Και για δύο ψωροευρώ θα με βάλεις να περπατάω σαν χελώνα στα κωλοστενάκια με την κίνηση αδερφούλα μου;;;" (προσέχετε, ούτε κούκλες ούτε μουνάκια, και ποιος του είπε ότι γούσταρα τη γενετική συγγένεια;)
"Μπα, δεν νομίζω να έχει κίνηση τέτοια ώρα, δέκα το βράδυ Δευτέρας ποιος θα είναι έξω;" Bimbo rulezzzz σε τέτοιες περιπτώσεις.
"Κάτι τέτοιες σαν κι εσένα κοριτσάκι μου που βγαίνουν για γκομενότσαρκα και βασανίζουν εμάς, που ιδρώνουμε για το μεροκάματο στους δρόμους όλη μέρα".

Παύση. Βάζει μπροστά. Βγαίνει στην Κηφισίας. Μουρμουρίζοντας. Το μουστάκι δεν αφήνει να περάσουν ολόκληρες λέξεις.

Αφού έχω σκεφτεί γύρω στις δέκα ατάκες-γάντια για την περίπτωση (εμένα φρέσκος φρέσκος μου φαίνεστε, το φραπεδάκι καλό;, κτλ.), αποφασίζω να το βουλώσω και να επαναφέρω το χαμόγελο της Colgate. Χτυπά το κινητό, τον εξαγριώνει που χτυπά, και περισσότερο που το σηκώνω, μου ρίχνει ματιές-καρφιά από τον καθρέφτη όσο συνομιλώ στα αγγλικά και γελάω με τον φίλο μου που δίνει ραπόρτο με τα κουτσομπολιά του γραφείου. Κλείνω, ανεβάζει το μουρμουρητό μια οκτάβα, ρωτώ:

"Συγνώμη, είπατε κάτι; Μιλούσα και δεν σας άκουσα".
"Εμ βέβαια ούτε στην γλώσσα σου δεν μπορείς να μιλήσεις αδερφούλα μου, σας στέλνουν στα σχολεία που μου μαθαίνετε τις ξένες και νομίζετε πως κάτι δείχνετε. Ή πως εμείς δεν ξέρουμε αγγλικά τώρα. (Γαλιάντρες)".
"Απλώς συνομιλούσα με ξένο, λίγο δύσκολο να του μιλήσω στα ελληνικά ξέρετε..."
"Και τι δουλειά έχει ο ξένος να σε παίρνει νυχτιάτικα;"

Ααααααααααα..... τα λεξοτανίλ μου!!

"Με συγχωρείτε, αλλά δεν νομίζω πως σας αφορά".
[παύση 100 μέτρων]
"Αν ο πατέρας σου έκανε τον κόπο να σου δώσει ανατροφή εκτός από λεφτά, θα μάθαινες να μιλάς καλύτερα σε μεγαλύτερους που θέλουν το καλό σου".

Λέω, μη μιλήσεις. Μην απαντήσεις. Φτάνεις στην πλατεία σου, να ένα φανάρι είναι. Θα τα πεις στους φίλους σου να γελάσετε όλοι μαζί.

"Δεν μιλάς εεεε; Εμ βέβαια δεν θα έχεις και τίποτε να πεις. Ποιος ξέρει, χωρισμένοι θα είναι οι δικοί σου και θα σε είχαν λάσκα, γι' αυτό βγήκες έτσι, σουρλουλού. Όλα τα Ψυχικιωτάκια ένα καλούπι είστε άλλωστε, ξέρω εγώ, τόσες κούρσες παίρνω κάθε μέρα και σας βλέπω. Και τις μανάδες σας βλέπω, όλες στο κομμωτήριο κάθ..."
"Εδώ θα με αφήσετε, ευχαριστώ. Ορίστε, 3 ευρώ, κρατήστε και το μισό."
"Μπα, σε μάθανε να αφήνεις και πουρμπουάρ της πλάκας, αντί να μου δώσεις...."

Ο θόρυβος από την πόρτα που έκλεισα με δύναμη έπνιξε τα υπόλοιπα, και πρόλαβα να σταματήσω να καπνίζω από τα αυτιά στα 500 μέτρα μέχρι την ταβέρνα...