Πωλείται Ελπίς
Κατά το Λεξικό Τεγόπουλος-Φυτράκης, το οποίο φυσικά και δεν υπάρχει στο Internet*,
ελπίδα (η) ουσ. [αρχ. ελπίς]: 1. προσδοκία, αναμονή κάποιου καλού: «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς» Κ. Π. Καβάφης
2. ό,τι ελπίζει κανείς ή εκείνο στο οποίο στηρίζει την ελπίδα του
Μάλιστα, ενδιαφέρον. Κοίτα ρε πώς ορίζει ο κόσμος την ελπίδα. Για άλλη μια φορά, διαφωνούμε. Το προσωπικό μου λεξικό άλλα λέει.
Συγκεκριμένα, την έχει ανάμεσα στα συνώνυμα της σκρόφας, της βδέλλας και της Κρουέλας ντε Βιλ. Έχω ακούσει κόσμο να την προσφωνεί «αθάνατη», ενώ στην πραγματικότητα είναι απέθαντη, το υπέρτατο βαμπίρ που απομυζεί.
Πώς είπατε; Χωρίς ελπίδα τι θα κάναμε στον μάταιο τούτο κόσμο; Μα ακριβώς, φίλοι μου, ο κόσμος είναι μάταιος, η ζωή άδικη, και η ελπίδα μουλωχτή και χαμογελαστή προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι ρόδινος, και σαν να μην έφτανε αυτό, ότι έχει νόημα και με λίγη προσπάθεια μπορούμε να το βρούμε.
Τι μας λες, καλή μου. Αμ καλά σε είχε αφήσει η Πανδώρα στον πάτο του κουτιού. Γιατί σ’ έβγαλε, νομίζεις; Επειδή όλα τα δεινά ήταν πολύ βαριά για να τα αντέξουν οι εύθραυστοι άνθρωποι, επειδή έπρεπε κάτι να τους κάνει να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αντέξουν. Όμως τα δεινά είναι υπαρκτά, και ναι, αβάσταχτα, συνεπώς, εσύ απλά παραμυθιάζεις τον κοσμάκη ότι μπορεί να τα αντέξει. Όλη του τη ζωή. Ζει κι ελπίζει, ελπίζει και ζει, ζει για να ελπίζει και βασικά, ελπίζει για να μπορεί να ζει.
To add insult to injury, πεθαίνεις και τελευταία. Αφού μας έχεις ξεκάνει, δηλαδή.
Ε λοιπόν εγώ δεν σε θέλω. Προσπάθησα πολλές φορές να σε εξοντώσω, να σε καταπνίξω, να σε ξεριζώσω, να μη μου πιπιλάς μέρα νύχτα το μυαλό, εσύ εκεί. Υποσκάπτεις κάθε προσπάθεια να το πάρω απόφαση ότι τα πράγματα είναι έτσι και όχι όπως μου υπόσχεσαι μαλαγάνικα πως είναι στην πραγματικότητα, «κάνε λιγάκι υπομονή και θα δεις». Απάτη τρελή, ψέμα μεγάλο, φύγε διάολε, «ΟΧΙ».
Γι’αυτό και σε βγάζω στο σφυρί, να μάθεις. Δεν σε πουλάω καν. Σε χαρίζω με το κιλό. Σε όσους σε χρειάζονται στ’ αλήθεια.
Περάστε, κόσμε...
*ευχαριστώ, φιλαράκι :)
ελπίδα (η) ουσ. [αρχ. ελπίς]: 1. προσδοκία, αναμονή κάποιου καλού: «Μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχτείς» Κ. Π. Καβάφης
2. ό,τι ελπίζει κανείς ή εκείνο στο οποίο στηρίζει την ελπίδα του
Μάλιστα, ενδιαφέρον. Κοίτα ρε πώς ορίζει ο κόσμος την ελπίδα. Για άλλη μια φορά, διαφωνούμε. Το προσωπικό μου λεξικό άλλα λέει.
Συγκεκριμένα, την έχει ανάμεσα στα συνώνυμα της σκρόφας, της βδέλλας και της Κρουέλας ντε Βιλ. Έχω ακούσει κόσμο να την προσφωνεί «αθάνατη», ενώ στην πραγματικότητα είναι απέθαντη, το υπέρτατο βαμπίρ που απομυζεί.
Πώς είπατε; Χωρίς ελπίδα τι θα κάναμε στον μάταιο τούτο κόσμο; Μα ακριβώς, φίλοι μου, ο κόσμος είναι μάταιος, η ζωή άδικη, και η ελπίδα μουλωχτή και χαμογελαστή προσπαθεί να μας πείσει ότι είναι ρόδινος, και σαν να μην έφτανε αυτό, ότι έχει νόημα και με λίγη προσπάθεια μπορούμε να το βρούμε.
Τι μας λες, καλή μου. Αμ καλά σε είχε αφήσει η Πανδώρα στον πάτο του κουτιού. Γιατί σ’ έβγαλε, νομίζεις; Επειδή όλα τα δεινά ήταν πολύ βαριά για να τα αντέξουν οι εύθραυστοι άνθρωποι, επειδή έπρεπε κάτι να τους κάνει να πιστεύουν ότι θα μπορούσαν να αντέξουν. Όμως τα δεινά είναι υπαρκτά, και ναι, αβάσταχτα, συνεπώς, εσύ απλά παραμυθιάζεις τον κοσμάκη ότι μπορεί να τα αντέξει. Όλη του τη ζωή. Ζει κι ελπίζει, ελπίζει και ζει, ζει για να ελπίζει και βασικά, ελπίζει για να μπορεί να ζει.
To add insult to injury, πεθαίνεις και τελευταία. Αφού μας έχεις ξεκάνει, δηλαδή.
Ε λοιπόν εγώ δεν σε θέλω. Προσπάθησα πολλές φορές να σε εξοντώσω, να σε καταπνίξω, να σε ξεριζώσω, να μη μου πιπιλάς μέρα νύχτα το μυαλό, εσύ εκεί. Υποσκάπτεις κάθε προσπάθεια να το πάρω απόφαση ότι τα πράγματα είναι έτσι και όχι όπως μου υπόσχεσαι μαλαγάνικα πως είναι στην πραγματικότητα, «κάνε λιγάκι υπομονή και θα δεις». Απάτη τρελή, ψέμα μεγάλο, φύγε διάολε, «ΟΧΙ».
Γι’αυτό και σε βγάζω στο σφυρί, να μάθεις. Δεν σε πουλάω καν. Σε χαρίζω με το κιλό. Σε όσους σε χρειάζονται στ’ αλήθεια.
Περάστε, κόσμε...
*ευχαριστώ, φιλαράκι :)