
Εχω τα νευρα μου.
Εδώ και ωρα γυρνω σα την αδικη καταρα, ψαχνοντας να παρκαρω σε μια γειτονια στη Νεα Σμυρνη.
Γυρω μου αυτοκινητα στιβαγμενα, σε πεζοδρομια, σε γωνιες, μονο από τα δεντρα δε κρεμονται.
Δρομοι μονοδρομοι, δρομοι τραμπολινο, απαγορευτικα παντου, καδοι ξεχειλοι, σπασμενα πεζοδρομια.
Βριζω και ορκιζομαι να μη ξαναπατησω εδώ κατω, ας οψεται η φιλεναδα που προσφατα μετακομισε και με καλεσε στο νεο της σπιτι.
Κι επεμενε στο τηλεφωνο:
- «είναι πανευκολο να το βρεις, στη γωνια που υπαρχει η ταδε Τραπεζα, στριβεις κι εφτασες»
(το στριβεις είναι σχετικο, ο δρομος είναι μονοδρομος και ναι, σωστα μαντεψατε, δεν επιτρεπεται η καθοδος παρα μονο μετα από 5-6 στενα)
(τη παιρνω στο κινητο)-«εστριψα αλλα τελευταια στιγμη ειδα το απαγορευτικο, λιγα δευτερολεπτα πριν τρακαρω με έναν παπου που οδηγουσε ένα Lada εποχης Μπρεζνιεφ"
-«αχ ναι;; ουτε που ειχα προσεξει ότι είναι μονοδρομος»(!!!)
(μετα από μιση ωρα, νεος διαλογος στο κινητο)-«μα που εισαι, δεν σε βρισκω»-«σου ειπα, ειμαι στην ταδε οδο, αριθμο 6»
-«κι εγω εφτασα στην ιδια οδο, στο ιδιο νουμερο, αλλα δεν ειδα το ονομα σου στο κουδουνι κι εχω ψαξει ολες τις πολυκατοικιες που το νουμερο τους τελειωνει σε 6, εχεις καμια καλυτερη ιδεα πριν επικαλεστω το 666 ή πριν επιβιβαστω στο 166; »-«αχ ναι μωρε, ξεχασα να σου πω ότι δεν εχω αλλαξει το ονομα του προηγουμενου ιδιοκτητη» (!!!)
Ετοιμαζω τον δεκαλογο που θα της απαγγειλω, δεκα λογοι, δεκα οροι, δεκα αφορμες για να μη ξαναοδηγησω στο σπιτι της, από δω και περα μονο ραντεβου στο κεντρο και απαραιτητως διπλα σε σταση μετρο. Διοτι η φιλεναδα, καθοτι δεν οδηγει, αγνοει παντελως όλα τα μαρτυρια που υφισταται ενας νομοταγης (με την ευρεια εννοια του ορου φυσικα) οδηγος ΙΧ στην αθλια τουτη πολη.

Κι αφου ρημαδοπαρκαρισα σε ένα ρημαδοπεζοδρομιο, δεκα ρημαδοστενα πιο κατω, θρηνωντας το ρημαδοσασι του αυτοκινητου, ανεβηκα με υφος Μωυση που κρατα τις 10 εντολες, ετοιμη να τη κατακεραυνωσω για οσα τραβηξα για χαρη της.
Αλλα οσο εκανα ζικ-ζακ αναμεσα σε αυτοκινητα και καδους, ψαχνοντας μια υποψια ελευθερου πεζοδρομιου για να περπατησω, μια γνωριμη μυρωδια αρχισε να με τυλιγει. Κι όχι, δεν ηταν τα σκουπιδια. Ουτε το καυσαεριο. Μια μυρωδια απ τα παλια ηρθε να μου θυμισει ότι σ’ αυτή τη πολη ακομη οι νερατζιες ανθιζουν. Αντιστεκονται κι επιμενουν να μοσχοβολουν μεσα απ τα μικρα λευκα τους πεταλα, αυτά που μαζευαμε όταν ειμαστε πιτσιρικια κι ονειρευομαστε μια ζωη με το δικο τους αρωμα.
Α, ρε φιλεναδα, γλυτωσες το κατσαδιασμα μονο και μονο γιατι ο δρομος σου ηταν γεματος νερατζιες που ξεχυλιζαν από μπουμπουκια κι ανθη. Κι αν δε σου φορεσα καπελο τις 10 μου εντολες, ηταν γιατι για λιγα λεπτα ξεχαστηκα και νομιζα ότι περπατουσα στο κηπο των παιδικων μου χρονων, περιμενοντας τη μανα μου να βγει από τη πορτα με το γλυκο νερατζι στο χερι. Κι ας μη το εφαγα ποτε.