Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2005
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29, 2005
ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΕΠΙΤΥΧΗΜΕΝΟ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΟ ΡΕΒΕΓΙΟΝ (δεν συνισταται για μαγειρισσες)
Μιας κι ο Αθηναιος μας τιμησε (εμας τις ακαματρες κορες) με τις συνταγες που μας προτεινε, ιδου και η δικη μου προταση:
Υλικα:
1) Δυο φιλετα μοσχαρισια
2) Μια κουταλια ζαχαρη
3) Δυο κουταλιες καφε (ελληνικος, στιγμιαιος, γαλλικος, η επιλογη δικη σας)
4) Εναν Η/Υ
5) Μια συνδεση DSL ή Dialup (μεταξύ μας το ιδιο είναι)
6) Ένα βερνικι νυχιων
7) Ένα στερεωτικο νυχιων
8) Πραλινες Marcolini (επειδη είναι πανακριβες, φροντιστε να τις παραγγειλετε σε φιλους που μενουν Βρυξελλες «ε, να μωρε, μια και θαρθεις για διακοπες, δε θελω τιποτα να μου φερεις, μονο λιγες πραλινες για το καλο»)
9) Μια τηλεφωνικη ατζεντα
10) Βενζινη (όχι, δεν θα πυρποληθειτε)
11) Ένα ζευγαρι αθλητικα παπουτσια
12) Γυαλια ηλιου
Προετοιμασια:
1) Ξυπνατε το πρωι (καλα, όχι κι από το χαραμα) και φτιαχνετε το καφεδακι σας
2) Απλωνετε τα δυο μοσχαρισια φιλετα στη μουρη για να διατηρησετε την αεναη φρεσκαδα σας
3) Ανοιγετε τον υπολογιστη σας και το μεηλ σας
4) Οση ωρα περιμενετε ν’ ανοιξει η σελιδα (ΟΤΕ είναι αυτός, τα εχουμε ξαναπει) απλωνετε τη πρωτη στρωση βερνικιου στα νυχια σας
5) Τρωτε μια πραλινα
6) Διαβαζετε τα μεηλ σας κι απαντατε σε οποιαδηποτε προσκληση για ρεβεγιον (ειδικα σε οσες περιλαμβανουν ΚΑΙ φαγητο)
7) Αν το μεηλ σας περιεχει μονο spam, μη πτοειστε, ολο και καποιος από τους φιλους ή το σόι σας θα κανει ρεβεγιον, οποτε ανοιγετε τη τηλεφωνικη ατζεντα και τους παιρνετε ολους με τη σειρα, δηθεν και καλα για να τους ευχηθειτε, να μαθετε αν βγηκε η γιαγια από το νοσοκομειο, αν η πιεση του θειου Χαραλαμπου κατεβηκε, ε, στο τελος καποιος θα συγκινηθει και θα σας καλεσει.
8) Τρωτε δευτερη πραλινα και συνεχιζετε να πινετε τον καφε σας
9) Απλωνετε τη δευτερη στρωση βερνικιου στα νυχια σας
10) Κανετε μια βολτα από τη μπλογκοσφαιρα για να δειτε ποιοι καυγαδες είναι σε εξελιξη, ποιοι εχουν παει διακοπες κι αφηνετε σχολια κι ευχες στα blog τους
11) Απλωνετε το στερεωτικο για να διατηρηθει το μανον σας και τρωτε την τριτη πραλινα
12) Κλεινετε τον υπολογιστη σας (με πονο καρδιας)
13) Φορατε τα αθλητικα σας παπουτσια και τα γυαλια ηλιου και μπαινετε στο αμαξι σας που εχετε φροντισει να το γεμισετε βενζινη (με το Δωρο Χριστουγεννων φυσικα)
14) Κανετε επελαση στα μαγαζια για να ψωνισετε δωρα για οσους γιορταζουν και για οσους σας εχουν καλεσει στο ρεβεγιον (ειπαμε, ακαματρες ειμαστε, όχι μουλαρες)
15) Πηγαινετε στο κομμωτηριο και προφασιζεστε εγκυμοσυνη, αδιαθεσια, μαλαρια, για να τελειωνετε μια ωρα αρχυτερα
16) Ξαναμπαινετε στο αυτοκινητο και συναντιεστε με τη παρεα σας για καφε και κουτσομπολιο και για να θαυμασουν τη νεα σας κουπ
17) Επιστρεφετε σπιτι, τρωτε μια ακομη πραλινα και ριχνετε έναν υπνακο
18) Ξυπνατε, απλωνετε από την αναποδη μερια τα μοσχαρισια φιλετα στη μουρη, κανετε μπανιο κι ετοιμαζεστε να πατε φρεσκια-φρεσκια στο ρεβεγιον
19) Φευγοντας, βαζετε και μια πραλινα στη τσαντα, γιατι οση ωρα θα ειστε μποτιλιαρισμενοι στο Συνταγμα μπορει να σας πιασει καμια λιγουρα
20) ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!
Τρίτη, Δεκεμβρίου 20, 2005
Αήθη και Έθιμα
Διαβάζοντας την προέλευση διαφόρων χριστουγεννιάτικων εθίμων στο Internet, για άλλη μια φορά χαμογέλασα τα μάλα με το πώς ο Χριστιανισμός κατάφερε να εδραιωθεί προσεταιριζόμενος πανάρχαια παγανιστικά έθιμα. Και ξαφνικά μεταφέρθηκα δυόμισι χρόνια πίσω, σε μια ασφυκτικά γεμάτη pub στην Οξφόρδη και μια ξεκαρδιστική αφήγηση Ιρλανδέζικου χωριάτικου εθίμου. Έψαχνα στο net να το βρω καταγεγραμμένο, και δεν υπάρχει! Δυστυχώς, δεν θυμάμαι τόσες λεπτομέρειες όσες θα ήθελα, αλλά θα προσπαθήσω.
Εισαγωγικά, οι Ιρλανδοί γενικότερα διατηρούν το παγανιστικό και μετέπειτα Δρυϊδικό έθιμο του Yule Log. Δεν πρόκειται για αρχείο γραπτής συνομιλίας, αλλά για κούτσουρο. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων λοιπόν, ανάβουν ένα μεγάλο κούτσουρο από τα αποκαΐδια του περσινού και να το αφήνουν να καίγεται δώδεκα ώρες. Στη συνέχεια μαζεύουν ό,τι μείνει και το φυλάνε κάτω από το στρώμα του κύρη του σπιτιού για να προστατεύσουν το σπίτι από αναποδιές όλο τον επόμενο χρόνο. Παρεμπιπτόντως, Yule ονομαζόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο στις αρχαίες Σκανδιναβικές γλώσσες.
Σύμφωνα με τη Ιρλανδή φίλη μου την Εύα όμως, υπάρχει και το ανέκδοτο χωριάτικο έθιμο με το κούτσουρο, κατά το οποίο σε κάθε μικρό παιδί στο σπίτι δίνεται ένα μικρό κούτσουρο να φροντίσει και να ταΐσει (!) όλο το Δεκέμβριο. Πρέπει να είναι ζεστό συνεχώς και σκεπασμένο, κατά προτίμηση κοντά στο τζάκι. Στην εκφρασθείσα απορία μου για το αν πληγωνόταν βλέποντας τους συγγενείς του να γίνονται στάχτη, η απάντηση ήταν κάτι ανάλογο του "all we are is dust in the wind" και πως το κούτσουρο πρέπει να πάρει τα μαθήματα περί σκληρότητας της ζωής από μικρό, όπως και τα παιδιά.
Οι γονείς δεν μένουν αμέτοχοι: αλλάζουν το κούτσουρο σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να φαίνεται ότι μεγαλώνει με τη φροντίδα, αλλά μόνο αυτό των παιδιών που έχουν στ'αλήθεια προσπαθήσει. Nice touch. Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχεται η στιγμή που όλη αυτή η φροντίδα πρέπει να ξεπληρωθεί κάπως. Υπέθεσα πως οι γονείς απλώς το αντικαθιστούν με δώρα/γλυκά, αλλά όχι αγαπητοί. Το κούτσουρο ξεσκεπάζεται και τρώει γερή κλωτσοπατινάδα από τον ανάδοχο γονιό, προκειμένου να χέσει δώρα και κυρίως μπόλικη πολυπόθητη σοκολάτα, υπό τη συνοδεία περιγραφικότατου σκωπτικού τραγουδιού στα Γαελικά. Εννοείται πως την έβαλα να μου το μάθει και δεν θυμάμαι λέξη πλέον. Το πρωί πλέον των Χριστουγέννων, το άμοιρο κούτσουρο έχει εξαφανιστεί και στη θέση του υπάρχουν πολύχρωμες σοκολατένιες κουράδες και (προαιρετικά) μικροδωράκια. Τις οποίες κουράδες κατασκευάζουν όλα τα ζαχαροπλαστεία του χωριού, εκθέτουν στις βιτρίνες, και είναι πεντανόστιμες.
Εισαγωγικά, οι Ιρλανδοί γενικότερα διατηρούν το παγανιστικό και μετέπειτα Δρυϊδικό έθιμο του Yule Log. Δεν πρόκειται για αρχείο γραπτής συνομιλίας, αλλά για κούτσουρο. Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων λοιπόν, ανάβουν ένα μεγάλο κούτσουρο από τα αποκαΐδια του περσινού και να το αφήνουν να καίγεται δώδεκα ώρες. Στη συνέχεια μαζεύουν ό,τι μείνει και το φυλάνε κάτω από το στρώμα του κύρη του σπιτιού για να προστατεύσουν το σπίτι από αναποδιές όλο τον επόμενο χρόνο. Παρεμπιπτόντως, Yule ονομαζόταν το χειμερινό ηλιοστάσιο στις αρχαίες Σκανδιναβικές γλώσσες.
Σύμφωνα με τη Ιρλανδή φίλη μου την Εύα όμως, υπάρχει και το ανέκδοτο χωριάτικο έθιμο με το κούτσουρο, κατά το οποίο σε κάθε μικρό παιδί στο σπίτι δίνεται ένα μικρό κούτσουρο να φροντίσει και να ταΐσει (!) όλο το Δεκέμβριο. Πρέπει να είναι ζεστό συνεχώς και σκεπασμένο, κατά προτίμηση κοντά στο τζάκι. Στην εκφρασθείσα απορία μου για το αν πληγωνόταν βλέποντας τους συγγενείς του να γίνονται στάχτη, η απάντηση ήταν κάτι ανάλογο του "all we are is dust in the wind" και πως το κούτσουρο πρέπει να πάρει τα μαθήματα περί σκληρότητας της ζωής από μικρό, όπως και τα παιδιά.
Οι γονείς δεν μένουν αμέτοχοι: αλλάζουν το κούτσουρο σε τακτά χρονικά διαστήματα ώστε να φαίνεται ότι μεγαλώνει με τη φροντίδα, αλλά μόνο αυτό των παιδιών που έχουν στ'αλήθεια προσπαθήσει. Nice touch. Την παραμονή των Χριστουγέννων, έρχεται η στιγμή που όλη αυτή η φροντίδα πρέπει να ξεπληρωθεί κάπως. Υπέθεσα πως οι γονείς απλώς το αντικαθιστούν με δώρα/γλυκά, αλλά όχι αγαπητοί. Το κούτσουρο ξεσκεπάζεται και τρώει γερή κλωτσοπατινάδα από τον ανάδοχο γονιό, προκειμένου να χέσει δώρα και κυρίως μπόλικη πολυπόθητη σοκολάτα, υπό τη συνοδεία περιγραφικότατου σκωπτικού τραγουδιού στα Γαελικά. Εννοείται πως την έβαλα να μου το μάθει και δεν θυμάμαι λέξη πλέον. Το πρωί πλέον των Χριστουγέννων, το άμοιρο κούτσουρο έχει εξαφανιστεί και στη θέση του υπάρχουν πολύχρωμες σοκολατένιες κουράδες και (προαιρετικά) μικροδωράκια. Τις οποίες κουράδες κατασκευάζουν όλα τα ζαχαροπλαστεία του χωριού, εκθέτουν στις βιτρίνες, και είναι πεντανόστιμες.
Το πάτωμα της pub εκείνο το βράδυ δεν χρειάστηκε σκούπισμα, πάντως - πρέπει να κυλιόμασταν καμιά ώρα από τα γέλια!
Καλές γιορτές σε όλους και να περάσετε όμορφα περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους που αγαπάτε και σας αγαπούν. Αύριο αρχίζω το εικοσιτετράωρο ταξίδι προς την πατρίδα, με ενδιάμεση στάση στα κουμπάρια μου και τον επίτιμο ανιψιό. Μεγαλώνει ως Μουσουλμάνος, αλλά επωφελείται -φυσικά- από τα Χριστούγεννα και από την τρέλα της "θείας" του για μωρουδιακά. Και όχι, δεν χτυπάει το βιολογικό μου ρολόι :P
Σάββατο, Δεκεμβρίου 17, 2005
Για τις ακαματρες κορες....
Ναι, για μας μιλαω, που τωρα τις γιορτες θα ξημερωθουμε πανω από τους τομους με τις συνταγες μαγειρικης με τα μαλλια μες στ’ αλευρια και πανικοβλητο βλεμμα (αγορασα φινοκιο;) για να ετοιμασουμε τα εορταστικα γευματα και τα παραδοσιακα γλυκα (δε θελω σχολια για τους κουραμπιεδες μου ειπα!!)
Παντα ζηλευα αφορητα οσους ειχαν το ταλεντο της μαγειρικης αλλα κυριως το ταλεντο να μοιραζονται απλοχερα τις γνωσεις και το μερακι τους γυρω από τα μυστικα της κουζινας.
Το μεγαλυτερο μυστικο όμως, δεν είναι να ξερεις να φτιαχνεις ένα καλο φαγητο, αλλα να το προσφερεις με κεφι, αγαπη και γενναιοδωρια, να δημιουργεις εκεινη την ατμοσφαιρα γυρω από το τραπεζι που σε φερνει πιο κοντα στους ανθρωπους με τους οποιους μοιραζεσαι ειτε μια απλη ομελετα ειτε μια δυσκολη και περιτεχνη συνταγη.
Ο Αθηναιος και η Magica de Spell, ανηκουν στην παραπανω κατηγορια.
Απολαυστε τους και κυριως αντιγραψτε τις προτασεις τους!!
Επειδη ειμαι σιγουρη ότι υπαρχουν κ’ αλλοι bloggers με το ιδιο ταλεντο, οσοι τους γνωριζουν ας μας τους αποκαλυψουν.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 12, 2005
Ανηκω στο 5% του Ελληνικου πληθυσμου....
-Μανα, το ξερεις οτι ανηκουμε στο 5% του Ελληνικου πληθυσμου;;;
-Μπα, τι λες πουλακι μου, ποτε πληθυναμε εμεις οι ωραιοι κι εξυπνοι και φτασαμε στο 5% κιολας;;
-Μανα, κοψε τις αηδιες, εννοω οτι ειμαστε μεσα στο 5% που χρησιμοποιει ADSL...
-Αχα, δηλαδη μας εχουν ονομαστικα και με τις φωτογραφιες μας;;
-Θα σοβαρευτεις καμια φορα;; Οριστε, εδω το λεει καθαρα, στο ΒΗΜΑ της περασμενης Κυριακης, μονο 5 % των Ελληνων, δλδ 30.000 χρηστες εχουν ADSL...
-Λαθος διατυπωση καμαρι μου, θελουν να πουν οτι το 5% των Ελληνων ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ για την ADSL, ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΙΚΑ ΝΑ ΤΗΝ ΕΧΟΥΝ !!!
-Τι εννοεις;;
-Τι εννοω;;;;; τη μια οι ταχυτητες συναγωνιζονται τη βολτα του σαλιγγαριου μετα τη βροχη (τυφλα ναχει το dialup), την αλλη μας κοβουν το τλφ και μετα απο λιγο μας κοβουν και την Adsl, παρολο που εχουμε ΠΡΟΠΛΗΡΩΣΕΙ το παγιο τελος, την αλλη χαλαει η συνδεση κι αφου εχω καπνισει 2 πακετα τσιγαρα, εχω περασει 3 στρωσεις μανικιουρ κι εχω ανοιξει 12 φυλλα για πιτα, περιμενοντας στο ακουστικο να μου απαντησει η τεχνικη υποστηριξη, μου ανακοινωνουν οτι η βλαβη θα αποκατασταθει εντος 3 εργασιμων ημερων, χωρις αυτο να σημαινει βεβαια οτι οι ημερες που ειμαι χωρις παροχη Adsl, θα αφαιρεθουν απο το παγιο τελος των 50 ευρω!!!
Στο 5% δεν ειπες οτι ειμαστε;; ε, παρε κι αλλα πεντε να γινουν ΔΕΚΑ !!!
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 09, 2005
Θέλω να με κλειδώσουν στα 90s, κατά προτίμηση στις πολύ αρχές.
Ποτέ δεν περίμενα ότι υπάρχουν μελαγχολίες για αταξινόμητα πράγματα. Όταν όμως είσαι στο τσακ να πρωτοθυμηθείς τις αρχές του σχεδόν ενήλικου εαυτού σου, το θέμα αλλάζει. Έχω συγκεχυμένη εικόνα για εκείνη την εποχή γιατί είχα πιο σοβαρά προβλήματα από το να παρακολουθώ μουσικές σκηνές και άλλα. Το σινεμά είναι μια εξαίρεση.
Το πιο συγκεκριμένο είναι μια αίσθηση ανακατέματος που μου θυμίζει καταστάσεις της πρώτης φοράς. Αυτό είναι για μένα τα 90s: η αναγούλα του παρθένου. Μια ευχάριστη περιδίνηση, η οποία στη δική μας περίπτωση συνδυάζεται με τα πρώτα pc morphing, το internet που όλο ερχόταν κι όλο αργούσε, την τέκνο σκηνή που έλεγα ότι είναι ένα μασίφ «μακράν» (ψέματα, αυτή είναι μεταγενέστερη ορολογία), τα παπούτσια μάρτιν, τις μπλούζες τίμπερλαντ, τα ξεβαμμενα τζην, τα περιοδικά λάιφσταιλ να φτάνουν στο χείλος του γκρεμού μετά το πικ, την ιδιωτική τηλεόραση, την εγκαθίδρυση της σκυλοαυτοκρατορίας στο ελληνικό σταρ σύστεμ, πολύ χρώμα, πολύ εξομάλυνση των ακροτήτων των 80s. Η επέλαση του στυλίστα.
Το στοιχείο βαρεμάρας που μπορεί να αισθάνονται κάποιοι για τα 90s νομίζω προέρχεται από το ότι αποκρυσταλλώθηκε η ταξινόμηση για τις προηγούμενες δεκαετίες: τα κιτσάτα, μαλλιαρά, νεοπλουτίστικα, συντηρητικά αλλά και ξεσαλωμένα 80s, τα λουλουδένια, ντίσκο, επαναστατικά και παραισθησιογόνα 70s, τα μεταρρυθμιστικά, γλυκά, ροκ εντ ρολ 60s, τα φτωχικά πλην τίμια 50s του ελληνικού σινεμά. Αυτό το πάγωμα των ταξινομήσεων, η κοινή μας συμφωνία είναι η κοινή μας αμηχανία για το τι ήταν τα 90s, αλλά περισσότερο για το τι είναι τα 00s. Είναι σαν να αναζητάς τις διαφορές του Clinton από τον Bush. Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για δεκαετίες;
Όχι. Βουτάω στην δικιά μου μεταμοντέρνα δεκαετία. Που τέλειωσε με το Pulp Fiction, το 1994. Μια πολύ σύντομη δεκαετία, από 1989 μέχρι –ζόρι- 1993. Όταν η Μαντόνα κατέβαινε με το «Κρεβάτι» της στις Κάννες και πουλούσε τη περσόνα μιας Marilyn που ήταν έτοιμη να πάρει τσιμπούκια μπροστά στις κάμερες και δεν είχε καμία σχέση με την συντηρητική αγγλιδούλα που κάνει εμφανίσεις στο Star Academy και αδιαφορούν τα γαλλόφωνα πλήθη. Το γυμνό των 90s είναι εντελώς διαφορετικό από το γυμνό των πέντε ετών πριν από αυτά. Η αποθέωση του φορμαλισμού χωρίς την χρήση φετιχιστικών αξεσουάρ. Αυτό είναι ένα μεγάλο κατόρθωμα για τους τεχνίτες της εποχής: πως κατάφεραν να απομονώσουν το γυμνό και να το αναδείξουν χωρίς το φορτίο μιας εποχικής πινελιάς (το τάνγκα-που μετέπειτα «έγινε» στρινγκ- είναι μια περιθωριακή εξαίρεση που δεν χαρίζω στα 90s). Και πως κατάφεραν να δημιουργήσουν ανθρώπους από τον υπολογιστή: σβήνοντας αρχικά με το φώτοσοπ τα περιττά. Με αποτέλεσμα την εμφύτευση στο συλλογικό ασυνείδητο του ιδεότυπου μιας νέας άρειας φυλής με τον εσωτερικό κόσμο των σαπισμένων γυμνών του Ρουσντέν.
Είναι η εποχή που αποχαιρέτησα οριστικά τα «γιατί να μη ζούσα το 1770 στη Βιέννη» και έμαθα να λατρεύω το σύνθετο, απρόβλεπτο, ανοιχτό και εναλλακτικό που μπορεί να έρχεται, περιφρονώντας δεδομένα και «κοινώς αποδεκτά». Δεν υπάρχουν αυτονόητα, δεν υπάρχουν αυταπόδεικτα, όλα μπορούν να είναι αλλιώς. Όχι κατ’ ανάγκη καλύτερα, όπως επεφύλασσαν τα 00s. Αλλά αυτό το κεκτημένο των 90s νομίζω ότι συνεχίζει: βρήκαμε τις διαχωριστικές γραμμές και τώρα τις καταργούμε. Η Καμπαγιέ μπορεί να συνεργάζεται με τους Queen. Όλοι ξέρουμε ότι γίνεται για εμπορικούς λόγους, αλλά μπορούμε να ξεπερνάμε αυτό το επίπεδο σκέψης και να παρακολουθούμε τι κάνουν. Τελικά μπορεί να μην κάνουν και τίποτα ενδιαφέρον, η πρωτοπορία να εξαντλείται στο κόνσεπτ. Μπορούμε να θαυμάζουμε το κόνσεπτ. Κι αυτό στα κεκτημένα.
Τα τέλη της δεκαετίας έχουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερο «ιστορικό» ενδιαφέρον. Προτιμώ την ασάφεια και το τζέρτζελο των αρχών, για λόγους ρομαντισμού. Αναφέρομαι σε αυτά σαν ένα memory candy, στην πραγματικότητα δεν θα είχα ποτέ καμία όρεξη να τραβήξω τα ίδια γιατί ξέρω τι αμετάπειστος που είμαι και θα έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα, λάθη και σωστά. Στο βαθμό που, μερικές φορές, αντιμετωπίζω το μέλλον ως παρελθόν: έλα μωρε, γιατί να πάω εκεί, αφού ξέρω ότι θα γίνει αυτό, οπότε α παράτα μας. Έχει και τα αρνητικά της η αυτογνωσία.
Τις προάλλες έβλεπα κάτι βίντεο με τον εαυτό μου από τις αρχές των 90s και απορούσα πως ήταν δυνατό να με βολεύει τόσος όγκος μαλλιού. Θυμάμαι βέβαια πόσο δύσκολο ήταν το στέγνωμα και το styling, αλλά θα λεγα ότι μου λείπει η κίνηση του αέρα και όλο αυτό που φέρνει το λίγο πιο μακρυ μαλλι. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι, χέστηκα, θα τα ξυρίσω με την ψιλή. Αλλά μετά συγκρατούμαι και θυμάμαι πόσο αρνητικό θα ηταν κάτι τέτοιο στις αρχές των 90s, ως εικόνα. Χαίρομαι χαιρέκακα που καταγράφω πράγματα που εκατομμυρια άλλοι συνομήλικοί μου θα αντέκρουαν πατώκορφα και θα αράδιαζαν τρισεκατομύρια διαφορετικά πράγματα, αλλά βαριέμαι το name dropping και, σόρρι, αλλά εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου και αυτόν μόνο για τα 7,5 λεπτά που αφιέρωσα σε αυτό το κείμενο, γιατί έχω ένα ραντεβού με τα 20s. Και δεν σας ενδιαφέρει «ποια» 20s.
Το πιο συγκεκριμένο είναι μια αίσθηση ανακατέματος που μου θυμίζει καταστάσεις της πρώτης φοράς. Αυτό είναι για μένα τα 90s: η αναγούλα του παρθένου. Μια ευχάριστη περιδίνηση, η οποία στη δική μας περίπτωση συνδυάζεται με τα πρώτα pc morphing, το internet που όλο ερχόταν κι όλο αργούσε, την τέκνο σκηνή που έλεγα ότι είναι ένα μασίφ «μακράν» (ψέματα, αυτή είναι μεταγενέστερη ορολογία), τα παπούτσια μάρτιν, τις μπλούζες τίμπερλαντ, τα ξεβαμμενα τζην, τα περιοδικά λάιφσταιλ να φτάνουν στο χείλος του γκρεμού μετά το πικ, την ιδιωτική τηλεόραση, την εγκαθίδρυση της σκυλοαυτοκρατορίας στο ελληνικό σταρ σύστεμ, πολύ χρώμα, πολύ εξομάλυνση των ακροτήτων των 80s. Η επέλαση του στυλίστα.
Το στοιχείο βαρεμάρας που μπορεί να αισθάνονται κάποιοι για τα 90s νομίζω προέρχεται από το ότι αποκρυσταλλώθηκε η ταξινόμηση για τις προηγούμενες δεκαετίες: τα κιτσάτα, μαλλιαρά, νεοπλουτίστικα, συντηρητικά αλλά και ξεσαλωμένα 80s, τα λουλουδένια, ντίσκο, επαναστατικά και παραισθησιογόνα 70s, τα μεταρρυθμιστικά, γλυκά, ροκ εντ ρολ 60s, τα φτωχικά πλην τίμια 50s του ελληνικού σινεμά. Αυτό το πάγωμα των ταξινομήσεων, η κοινή μας συμφωνία είναι η κοινή μας αμηχανία για το τι ήταν τα 90s, αλλά περισσότερο για το τι είναι τα 00s. Είναι σαν να αναζητάς τις διαφορές του Clinton από τον Bush. Μήπως πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για δεκαετίες;
Όχι. Βουτάω στην δικιά μου μεταμοντέρνα δεκαετία. Που τέλειωσε με το Pulp Fiction, το 1994. Μια πολύ σύντομη δεκαετία, από 1989 μέχρι –ζόρι- 1993. Όταν η Μαντόνα κατέβαινε με το «Κρεβάτι» της στις Κάννες και πουλούσε τη περσόνα μιας Marilyn που ήταν έτοιμη να πάρει τσιμπούκια μπροστά στις κάμερες και δεν είχε καμία σχέση με την συντηρητική αγγλιδούλα που κάνει εμφανίσεις στο Star Academy και αδιαφορούν τα γαλλόφωνα πλήθη. Το γυμνό των 90s είναι εντελώς διαφορετικό από το γυμνό των πέντε ετών πριν από αυτά. Η αποθέωση του φορμαλισμού χωρίς την χρήση φετιχιστικών αξεσουάρ. Αυτό είναι ένα μεγάλο κατόρθωμα για τους τεχνίτες της εποχής: πως κατάφεραν να απομονώσουν το γυμνό και να το αναδείξουν χωρίς το φορτίο μιας εποχικής πινελιάς (το τάνγκα-που μετέπειτα «έγινε» στρινγκ- είναι μια περιθωριακή εξαίρεση που δεν χαρίζω στα 90s). Και πως κατάφεραν να δημιουργήσουν ανθρώπους από τον υπολογιστή: σβήνοντας αρχικά με το φώτοσοπ τα περιττά. Με αποτέλεσμα την εμφύτευση στο συλλογικό ασυνείδητο του ιδεότυπου μιας νέας άρειας φυλής με τον εσωτερικό κόσμο των σαπισμένων γυμνών του Ρουσντέν.
Είναι η εποχή που αποχαιρέτησα οριστικά τα «γιατί να μη ζούσα το 1770 στη Βιέννη» και έμαθα να λατρεύω το σύνθετο, απρόβλεπτο, ανοιχτό και εναλλακτικό που μπορεί να έρχεται, περιφρονώντας δεδομένα και «κοινώς αποδεκτά». Δεν υπάρχουν αυτονόητα, δεν υπάρχουν αυταπόδεικτα, όλα μπορούν να είναι αλλιώς. Όχι κατ’ ανάγκη καλύτερα, όπως επεφύλασσαν τα 00s. Αλλά αυτό το κεκτημένο των 90s νομίζω ότι συνεχίζει: βρήκαμε τις διαχωριστικές γραμμές και τώρα τις καταργούμε. Η Καμπαγιέ μπορεί να συνεργάζεται με τους Queen. Όλοι ξέρουμε ότι γίνεται για εμπορικούς λόγους, αλλά μπορούμε να ξεπερνάμε αυτό το επίπεδο σκέψης και να παρακολουθούμε τι κάνουν. Τελικά μπορεί να μην κάνουν και τίποτα ενδιαφέρον, η πρωτοπορία να εξαντλείται στο κόνσεπτ. Μπορούμε να θαυμάζουμε το κόνσεπτ. Κι αυτό στα κεκτημένα.
Τα τέλη της δεκαετίας έχουν στην πραγματικότητα μεγαλύτερο «ιστορικό» ενδιαφέρον. Προτιμώ την ασάφεια και το τζέρτζελο των αρχών, για λόγους ρομαντισμού. Αναφέρομαι σε αυτά σαν ένα memory candy, στην πραγματικότητα δεν θα είχα ποτέ καμία όρεξη να τραβήξω τα ίδια γιατί ξέρω τι αμετάπειστος που είμαι και θα έκανα ακριβώς τα ίδια πράγματα, λάθη και σωστά. Στο βαθμό που, μερικές φορές, αντιμετωπίζω το μέλλον ως παρελθόν: έλα μωρε, γιατί να πάω εκεί, αφού ξέρω ότι θα γίνει αυτό, οπότε α παράτα μας. Έχει και τα αρνητικά της η αυτογνωσία.
Τις προάλλες έβλεπα κάτι βίντεο με τον εαυτό μου από τις αρχές των 90s και απορούσα πως ήταν δυνατό να με βολεύει τόσος όγκος μαλλιού. Θυμάμαι βέβαια πόσο δύσκολο ήταν το στέγνωμα και το styling, αλλά θα λεγα ότι μου λείπει η κίνηση του αέρα και όλο αυτό που φέρνει το λίγο πιο μακρυ μαλλι. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι, χέστηκα, θα τα ξυρίσω με την ψιλή. Αλλά μετά συγκρατούμαι και θυμάμαι πόσο αρνητικό θα ηταν κάτι τέτοιο στις αρχές των 90s, ως εικόνα. Χαίρομαι χαιρέκακα που καταγράφω πράγματα που εκατομμυρια άλλοι συνομήλικοί μου θα αντέκρουαν πατώκορφα και θα αράδιαζαν τρισεκατομύρια διαφορετικά πράγματα, αλλά βαριέμαι το name dropping και, σόρρι, αλλά εκπροσωπώ μόνο τον εαυτό μου και αυτόν μόνο για τα 7,5 λεπτά που αφιέρωσα σε αυτό το κείμενο, γιατί έχω ένα ραντεβού με τα 20s. Και δεν σας ενδιαφέρει «ποια» 20s.
Το κείμενο είναι κατάθεση του φίλου μας Vlad.
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2005
Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου
Σε σένα μιλάω. Σ' αυτή που νιώθει, πονάει, αγαπάει, ελπίζει και δένεται με όλη της την ψυχή, και δεν δέχεται να κοιμηθεί, να ξεκουραστεί, πόσο μάλλον να νεκρωθεί. Κατά καιρούς, έχω καταφέρει να σε κλειδώσω, αλλά πάντα ξαναβρίσκεις το κλειδί. Πάντα βγαίνεις έξω και ευθύς ξαναμπλέκεις.
Και μετά, με φωνάζεις να σε ξεμπλέξω και να σε νανουρίσω με λόγια γλυκά, τη στιγμή που θέλω να σε ταρακουνήσω και να σου φωνάξω: Ξύπνα! Δεν ζούμε σε ρόδινο κόσμο!
Με κοιτάς με μάτι λοξό, μου ανακοινώνεις πως δεν ξέρω να ζήσω. Μα δεν μπόρεσα να μάθω, διότι έπρεπε να σε προσέχω και να φροντίζω να επιζείς. Για να μπορείς να τρως τις μπανανόφλουδές σου με την ασφάλεια ότι πάντα θα υπάρχω να σου δίνω το χέρι να ξανασηκωθείς, θα σε ξεσκονίζω και θα σε στήνω στα πόδια σου. Μέχρι την επόμενη τούμπα.
Απορώ πώς συνεχίζεις να περπατάς ξέροντας ότι οι μπανανόφλουδες καιροφυλακτούν. Που λέει και ο φίλτατος Δόρκιος, this is the school of hard knocks, κι εσείς δεσποινίς, αύριο με τον κηδεμόνα σας διότι πάλι μονάδα γράψατε.
Τινάζεις το κεφάλι πίσω, γελάς, όχι ειρωνικά, δεν ξέρεις ειρωνεία. Προκαλείς. Ποια κερδίζει, αυτή που έζησε το τελευταίο τρίμηνο το όνειρο, που το έκανε δικό της, ή αυτή που κοίταζε αλαφιασμένη πάνω από τον ώμο της για να τον δει να φεύγει; Ανταπαντώ, τι μετράει περισσότερο, η ευτυχία της στιγμής που ζεσταίνει την καρδιά για καιρό, ή το μέτρημα των ατέλειωτων νυχτών, το κάθε δάκρυ, η κάθε μέρα χωρίς εκείνον που σε έκανε να πιστέψεις, μικρή αφελή, ότι θα ήταν δίπλα σου για καιρό ακόμη;
Όχι, δεν είναι χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Η αλήθεια είναι. Μη με κοιτάς μουτρωμένη. Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω μια από εκείνες τις κάρτες ανώδυνου χωρισμού, αλλά δεν παίζουμε Μονόπολη, παίζουμε τη ζωή μας. Και δεν έχουμε άλλη, τι νόμιζες;
Σε σένα μιλάω, την άλλη εμένα... Μη με τραβολογάς, κι εγώ θέλω να ζήσω.
Και μετά, με φωνάζεις να σε ξεμπλέξω και να σε νανουρίσω με λόγια γλυκά, τη στιγμή που θέλω να σε ταρακουνήσω και να σου φωνάξω: Ξύπνα! Δεν ζούμε σε ρόδινο κόσμο!
Με κοιτάς με μάτι λοξό, μου ανακοινώνεις πως δεν ξέρω να ζήσω. Μα δεν μπόρεσα να μάθω, διότι έπρεπε να σε προσέχω και να φροντίζω να επιζείς. Για να μπορείς να τρως τις μπανανόφλουδές σου με την ασφάλεια ότι πάντα θα υπάρχω να σου δίνω το χέρι να ξανασηκωθείς, θα σε ξεσκονίζω και θα σε στήνω στα πόδια σου. Μέχρι την επόμενη τούμπα.
Απορώ πώς συνεχίζεις να περπατάς ξέροντας ότι οι μπανανόφλουδες καιροφυλακτούν. Που λέει και ο φίλτατος Δόρκιος, this is the school of hard knocks, κι εσείς δεσποινίς, αύριο με τον κηδεμόνα σας διότι πάλι μονάδα γράψατε.
Τινάζεις το κεφάλι πίσω, γελάς, όχι ειρωνικά, δεν ξέρεις ειρωνεία. Προκαλείς. Ποια κερδίζει, αυτή που έζησε το τελευταίο τρίμηνο το όνειρο, που το έκανε δικό της, ή αυτή που κοίταζε αλαφιασμένη πάνω από τον ώμο της για να τον δει να φεύγει; Ανταπαντώ, τι μετράει περισσότερο, η ευτυχία της στιγμής που ζεσταίνει την καρδιά για καιρό, ή το μέτρημα των ατέλειωτων νυχτών, το κάθε δάκρυ, η κάθε μέρα χωρίς εκείνον που σε έκανε να πιστέψεις, μικρή αφελή, ότι θα ήταν δίπλα σου για καιρό ακόμη;
Όχι, δεν είναι χτύπημα κάτω από τη ζώνη. Η αλήθεια είναι. Μη με κοιτάς μουτρωμένη. Μακάρι να μπορούσα να σου δώσω μια από εκείνες τις κάρτες ανώδυνου χωρισμού, αλλά δεν παίζουμε Μονόπολη, παίζουμε τη ζωή μας. Και δεν έχουμε άλλη, τι νόμιζες;
Σε σένα μιλάω, την άλλη εμένα... Μη με τραβολογάς, κι εγώ θέλω να ζήσω.