Τοπαθα κι αυτό σημερα.
Σε μια κριση εντασης, διαπληκτισμου, νευρων, θυμου, αδιεξοδου, το ονειρευτηκα.
Για την ακριβεια, η εικονα ηρθε από μονη της, την ωρα που τα λογια τεμαχιζαν τις σκεψεις.
Ηθελα να φυγω, να τα παρατησω όλα και να εξαφανιστω.
Και τοτε με ειδα.
Να ανοιγω την οθονη του κομπιουτερ μου και να μπαινω μεσα.
Να κολυμπω στα κυματα του ιντερνετ, να βγαινω στις παραλιες των favourites sites, να παιζω τ’ αγαπημενα μου παιχνιδια, ν’ ακουω τις μουσικες μου, να διαβαζω, να συναντω στις διαδρομες τους φιλους μου, ν’ ανταλλασσουμε τ’αστεια μας, τα νεα μας, να φευγω, να φευγω, να φευγω και να χανομαι εκει μεσα.
Και να μη ξαναγυρνω.
Με τρομαξε αυτή η εικονα. Και πιο πολύ η σκεψη, η επιθυμια.
Αναβω τσιγαρο και κανω μια βολτα στο monitor, προσπαθωντας να ηρεμησω. Μπαινοβγαινω βιαστικα, κλεφτες ματιες στα κειμενα, νοιωθω σαν τον περιπατητη μιας καλοκαιρινης βραδιας που κοιταζει μεσα από ανοιχτα παραθυρα, μπαλκονια φωτισμενα, που διακρινει σκιες πισω από γριλιες, τους βλεπω, δεν με βλεπουν, κλεβω λιγο από τη ζωη τους, από τις στιγμες τους, δε μπορω να μεινω, το βαζω στα ποδια. Το μυαλο μου είναι αλλου κι είναι τρομοκρατημενο.
Σβηνω το τσιγαρο και κανω να κλεισω τον υπολογιστη. Κατι με σταματα, μια ξαφνικη παρορμηση, γυριζω κι ανοιγω έναν λογαριασμο email που σπανια τον κοιτω. Και το βλεπω.
Είναι εκει και με περιμενει.
Ένα τριανταφυλλο κατακοκκινο, μονο του, στη μεση ενος κηπου, με τα πεταλα του ανοιγμενα να λουζονται στον ηλιο. Σταλμενο από προχθες, ετσι απλα.
Κλεινω την οθονη και βγαινω.
Επιστροφη.
Ετσι απλα.