Loucretia's

Παρασκευή, Ιουλίου 29, 2005

Αχ, Σκωτία...


Για καλή μου τύχη, δουλεύω σε μια εταιρεία που έχει επιχειρήσεις (operations) σε όλo το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, και για ακόμη καλύτερη, ο ρόλος μου περιλαμβάνει σχεδιασμό των επιχειρήσεων αυτών. Όταν λοιπόν μου είπαν ότι θα έπρεπε να συνοδεύσω έναν από τους ανθρώπους που επισκέπτονται τους πελάτες ανά περιοχή, η απάντησή μου ήταν: Σκωτία. Μπορώ; «Αμέ! Πότε θες; Να σου κλείσουμε ξενοδοχείο, εισιτήρια, δεν πας μια Παρασκευή να μείνεις και το σαββατοκύριακο;». Κάγκελο εγώ. Κοίταζα το μάνατζερ λες και είχε εφτά κεφάλια και το καθένα ανήκε σε άλλο φύλο. Αλλά δεν ρώτησα καν αν μου κάνει πλάκα, έκανα μεταβολή και άρχισα τα τηλέφωνα. Ας πρόσεχε!

Ένα μήνα μετά, μια τρελαμένη Πέμπτη... παράτησα σύξυλη την ομάδα μου να τα βγάλει πέρα μόνη της κατά το μεσημεράκι, βούτηξα το τραμ και επιβιβάστηκα στο τρένο των 15:53 για Γλασκώβη. Το σχέδιο ήταν να φτάσω, να με πάρει η Ρόζι, η υπεύθυνος της Σκωτίας, με το αυτοκίνητο στο χωριό της στα Ηighlands, όπου θα έμενα δύο βράδια, και το Σάββατο να κατέβω με τρένο στο Εδιμβούργο, όπου είχα αποφασίσει να το παίξω ξένοιαστο νιάτο και να καταλύσω σε Νεανικό Ξενώνα ελλείψει ικανοποιητικού ξενοδοχείου (δηλαδή κουκλίστικου αλλά εξευτελιστικά φτηνού). Συνδυασμός εκοτουρισμού και αρχαίας πόλης με γοτθικά κτήρια και κάστρο, ψοφάω και για τα δύο, και ήμουν περήφανη για την σύλληψη του όλου σκηνικού. Το μόνο που με ανησυχούσε ήταν οι υψηλές προσδοκίες μου, αλλά τις έβαλα στην πίσω γωνία στο ένα πόδι τιμωρία.



Άφιξη στη Γλασκώβη: 19:33. Ο χάνος κοίταζε με ανοιχτό το στόμα τον υπερμοντέρνο σταθμό ντυμένο στο παμπάλαιο σκούρο ξύλο με το αρχαίο παρεκκλήσι σφηνωμένο στη μέση. Παραλίγο να μη δω τη Ρόζι, που βούτηξε το σακ-βουαγιάζ και μου δήλωσε απερίστροφα ότι στην πατρίδα της μιλάει με καθαρά σκωτσέζικη προφορά πριν με κεράσει καφέ («μην κολλάς, στα έξοδα πάει») και μου συστήσει να κλείσω το στόμα μου επιτέλους. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ανοίξαμε παράθυρα γιατί έσκαγε ο τζίτζικας (είχα φύγει με βροχή και κρύο από το Μάντσεστερ), και πιάσαμε την κοινωνική κριτική. Πριν προλάβουμε να σχολιάσουμε όλους τους κοινά γνωστούς συναδέλφους, είχαμε περάσει από λόφους, κοιλάδες, ποτάμια, υπέροχους δρόμους τύπου Νέας Εθνικής Αθηνών-Κορίνθου και κάτι φιδίσιους των τεσσάρων λωρίδων που το έπαιζαν επαρχιακοί, και να’μαστε στο Dunkeld (προφέρεται Ντανκέλντ). Πρώτη στάση, το Rohalion Cottage, το «σπιτάκι» της, πρώην κατοικία του φρουρού της πύλης του Rohalion Estate, να παραλάβουμε τον άντρα της, τον Ντένις. Ο οποίος τυγχάνει να είναι και πατέρας μιας φίλης μου από τη δουλειά, πάντα λέγαμε ότι υπάρχουν τάσεις «αιμομειξίας» σε αυτή την εταιρεία. Δύο λεπτά δρόμος μέχρι το κυρίως χωριό (πέντε με νορμάλ οδηγό, αλλά μας βγήκε ραλίστας ο πενηντάρης Ντένις), με άφησαν στο ξενοδοχείο και δήλωσαν ότι πάνε να αρχίσουν τα ποτά στην pub, την Taybank. Καθότι Tay το ποταμό, καταλαβαίνετε. Ναι καλέ αυτό με το γιοφύρι, εκεί δεξιά είναι το ξενοδοχείο – καλά μη στραβώνεστε, πάρτε κι ένα close-up.


Η εταιρεία μου φροντίζει για την ψυχική ανάταση των εργαζομένων της, ως εκ τούτου έσκασε κάτι παραπάνω για να έχω ρετιρέ στο Atholl Arms, διπλό κρεβάτι και θέα στο ποτάμι, με την προϋπόθεση ότι δεν θα φιλοξενήσω κάποιον στο δωμάτιο όμως (και τι μου το δίνετε το διπλό τότε; Αμαρτία!!). Καλά λέω, λες και θα βρισκόταν κανείς, ας πάμε να πιούμε να ξεχάσουμε τοιαύτην την ανυπαρξίαν λοιπόν, τσουπ και να μαι στην pub, αφού τράβηξα καμιά δεκαριά φωτογραφίες στην όχθη του Tay. Α, ναι, είχε και ζωντανή μουσική, τρίλιες με τη φλογέρα, απαλές νότες βιολιού, γλυκό παραπονιάρικο μαντολίνο, όλα σε σκωτσέζικους παραδοσιακούς ρυθμούς – όχι τραγούδια, ήταν μετριόφρονες οι καλλιτέχνες, καθώς επίσης και φάλτσοι, όπως έμαθα εκ των υστέρων από έγκυρη πηγή.


Αρχίσαμε λοιπόν τις μπύρες, άρχισε να μου συστήνει η Ρόζι κόσμο, πιάσαμε κάτι μυστήριες συζητήσεις περί πολιτισμού και άλλων δεινών με τον Ντένις, θεώρησαν αμφότεροι πως η μπύρα αν και σοβαρή, σκωτσέζικη, είναι πολύ ελαφριά για να χαλαρώσω, οπότε φώναξε τον μπάρμαν η Ρόζι να συστήσει κάτι πιο δυνατό. Στο μεταξύ ας μου συστήσει και τον μπάρμαν (της είχε ξεφύγει στην πρώτη γύρα), από δω ο Φιλ, αλλά εμείς τον φωνάζουμε Χάρι Πότερ. Ε δεν είχαν και άδικο: φτυστός. Με το γυαλάκι, το μαύρο ανακατεμένο μαλλάκι, το «καλά δεν έγινε και τίποτε» υφάκι, απεφάνθη πως γνώριζε το κατάλληλο σφηνάκι. Καλά που το ξενοδοχείο είναι δίπλα κι έχω κλειδί για την εξώπορτα σκεφτόμουν εγώ, το χουν σκοπό να με κουρουμπελιάσουν αυτοί, αθώο κορίτσι. Να μην τα πολυλογώ, έκανα παραπατώντας τα δέκα βήματα και τα εκατόν δεκαεφτά σκαλιά μέχρι το δωμάτιο, σωριάστηκα στο κρεβάτι, πήρα τον κολλητό μου να μοιραστώ την μέχρι τούδε εμπειρία και να γίνω λυρική «για την πανσέληνο πάνω από τον δασωμένο λόφο που καθρεφτίζεται στο ποτάμι που με νανουρίζει με το κελάρυσμά του», είχε κάνει καινούριο συκώτι ο κολλητός από τα γέλια, και κατέβασα τους διακόπτες.


Περιέργως, ξύπνησα μόνη μου και χωρίς πονοκέφαλο, ετοιμάστηκα σε τρελή διάθεση και κατέβηκα να πάρω πρωινό με τη Ρόζι πριν πάρουμε τους δρόμους για τις επισκέψεις στους πελάτες της ημέρας. Μην ξεχνιέστε, για δουλειά είχα πάει λέμε. Σκάσαμε στο παραδοσιακό σκωτσέζικο πρωινό με αυγά, μανιτάρια, ντομάτες και λουκάνικα, μακάρι να χα την διάθεση να μαγειρεύω έτσι για πρωί, φορτώσαμε το σακ βουαγιάζ στο αυτοκίνητο, και ξεκινήσαμε για το Περθ, το Νταμφέρμλιν, και τελικά το Εδιμβούργο μέσω της εναέριας γέφυρας.

Μετά από πέντε επισκέψεις, στη μία εκ των οποίων μας είπαν ευγενικότατα ότι χέστηκαν για τις καλές προθέσεις και την εξυπηρέτηση της εταιρείας μας, αλλά να μην το πάρουμε προσωπικά, αποφασίσαμε να γυρίσουμε από το κέντρο του Εδιμβούργου, για να πάρω μια ιδέα κι εγώ. Ο ενθουσιασμός για την πόλη επανέφερε την πρότερη κατάσταση χάνου, η οποία οφείλω να σας προειδοποιήσω πως μειώνει σημαντικά την ικανότητα κάποιου να διαβάζει σωστά το χάρτη. Εν ολίγοις, χαθήκαμε στο κέντρο της πόλης, βγήκαμε σε μια περιοχή με σπιταρόνες, και καταλήξαμε να κάνουμε το γύρο της πόλης από τον περιφερειακό για να ξαναβγούμε στην εναέρια γέφυρα, με αποτέλεσμα να κολλήσουμε μία ώρα στην κίνηση, να έχει πιάσει κατούρημα τη Ρόζι, και να έχουμε πεθάνει στα γέλια με τα σενάρια ανακούφισης της εν λόγω ανάγκης (μα ούτε ένας θάμνος στο λιβάδι;). Τελικά τα κατάφερε να φτάσουμε σε ένα σούπερ μάρκετ, μα καμία σχέση οι τουαλέτες τους ρε παιδιά, και να κατουρήσει σε ανοιχτή ακρόαση με το γραφείο από όπου μας είχαν πάρει να δουν πού βόσκουμε.

Επιστροφή στο Ντανκέλντ στις έξι, και αφού νυχτώνει στις δέκα και μισή, ας πάμε μια βόλτα στο δάσος με τις Λοχ δίπλα στο σπίτι της πριν ξανακαταλήξουμε στην pub, όπου και είχα δωμάτιο για το βράδυ, καθότι η οικονομική αιγίς της εταιρείας μάς τελείωσε. Ευτυχώς που συνέχιζε να πληρώνει φαγητό και ποτά, δηλαδή. Αν πάτε, να φάτε Steak and ale pie οπωσδήποτε!!


Μία Λοχ, δύο Λοχ, βαρκούλες με κουπί, το ψηλότερο έλατο της Μ. Βρετανίας, καναδέζικες χήνες, ελάφια στα πέριξ λιβάδια, λεύκες, καταρράχτες, κυνηγετικά περίπτερα, ξέχασα και το όνομά μου για δύο ώρες. Εγώ και η φύση, αφού με είχε αφήσει και το ζεύγος στην ησυχία μου, να τραβάω φωτογραφίες και να αναφωνώ ανά λεπτό. Αυτή δεν είμαι εγώ από πίσω, μη χαίρεστε.


Η «δίψα» μας ανάγκασε να γυρίσουμε, να ξεφορτωθούμε τις αρβύλες και να ορμήσουμε και πάλι στην pub. Ξανά μανά το σακ βουαγιάζ πάνω στις σκάλες – μα όχι, ο Χάρι...εεεε... ο Φιλ αποφάσισε να φανεί τζέντλεμαν, το βούτηξε σαν να ζύγιζε μισό κιλό και το ανέβασε στο δωμάτιό μου χαμογελώντας μισοκοροιδευτικά στις αδύναμες διαμαρτυρίες μου. Το δωμάτιο ονομαζόταν Bearded Willy, ο οποίος σύμφωνα με το πορτρέτο πάνω από το - μονό - κρεβάτι υπήρξε καλλιτέχνης, στιβαρός ανήρ (αν με εννοείτε), και ο τρελός του χωριού πριν καμιά διακοσαριά χρόνια. Χρησιμοποιούσε το τότε ξενοδοχείο αφειδώς για τις μπαγαποντιές του, εξ ου και ολόκληρο δωμάτιο αφιερωμένο στην αφεντιά του.


Δεν είχα χρόνο όμως για σκέψεις, κάτω και πάλι, και να σου τα Captain Morgan on the house, και η Ρόζι να μου αναφέρει ευπειθώς τις δηλώσεις του Φιλ σε κάθε διαδρομή προς το μπαρ, αλλά δεν ίδρωνε το αυτί μου – χτες με γνώρισε και θέλει να με συνοδέψει στο Εδιμβούργο για να υπεραμυνθεί της τιμής και της ασφάλειάς μου; Άσε με, βρε Ρόζι. Τον κοιτάς πως δεν με κοιτάει; Όχι, σε ρωτώ.

Εγώ ποιαν πάω να ξεγελάσω, βέβαια. Στο κλείσιμο, τον ρώτησα συνομωτικά αν επιτρέπεται το κάπνισμα στο δωμάτιο, μην με ακούσει η σκύλα σύζυγος του αφεντικού που είχε πάρει σοβαρά το «πρόσεχε το μαγαζί» όσο εκείνος έλειπε για ψάρεμα σολωμού στην Ισλανδία. Τη μια στιγμή η Ρόζι ήταν δίπλα μου, την επόμενη ο Φιλ προσφέρθηκε να μου ανεβάσει τασάκι «αν και απαγορεύεται αλλά δεν θα με πάρει χαμπάρι», την μεθεπόμενη το ζεύγος είχε εξαφανιστεί και άκουσα το γνωστό γελάκι της Ρόζι έξω και ένα πνιχτό «ναι, τασάκι το λέμε τώρα, πάμε και θα σου εξηγήσω στο δρόμο».

Συνεχίζεται...



Το κείμενο κατέβηκε και ξανανέβηκε ώστε να δείχνει σωστά στο Firefox, γιατί είμαστε και τελειομανείς. Προσέθεσα τα υπάρχοντα σχόλια, που μου άρεσαν πολύ. Ευχαριστώ!

1 Comments:

Blogger Idάκι said...

Τα σχόλιά σας... :)

macmanus said...

Mην θυμίζεις την Σκωτία σ'έναν ξενιτεμένο Σκωντσέζο! Καλό Ταξίδι!

7/29/2005 2:14 μμ

Bofh said...

Αχ Βαχ σκωτία.

Λοιπον ΑΝ ξαναπας Glasgow τοτε να περάσεις ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ κυριακή βράδυ απο uisge beatha. Ειναι μια pub προς west side (πολύ γνωστή) που κάθε κυριακή έχει live μουσική. Βασικά ο καθένας σκάει εκεί με διάφορα όργανα και παίζουνε ότι τους κατέβει και είναι καταπληκτικά.

Τι μου θύμισες πάλι :(. Καλά να περάσεις.
Aristotelis

7/29/2005 3:11 μμ

CrazyMonkey said...

Σκωτία ε; Λυγμ.
Μπορώ να έρθω κι εγώ;;;;; :'-(

7/29/2005 3:32 μμ

Id said...

Guys, nomizw den perasate paramesa... oloklhro keimeno idrwsa na grapsw :p

Perasa hdh yperoxa, kai h synexeia molis kataferw na 3emple3w apo tis e3odous ;)

31/7/05 4:25 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Κύρια Είσοδος